- ἀθαλάμευτος
- ἀθαλάμευτοςunweddedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αθαλάμευτος — ἀθαλάμευτος, ον (Α) [θαλαμεύω] αυτός που δεν γνώρισε νυφικό θάλαμο, άγαμος … Dictionary of Greek
ἀθαλαμεύτου — ἀθαλάμευτος unwedded masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)